Anonymous

δᾳδόομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_10
(6_20)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾳδόομαι''': παθ. (δᾴς) μεταβάλλομαι εἰς δᾷδα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 11, 3.
|lstext='''δᾳδόομαι''': παθ. (δᾴς) μεταβάλλομαι εἰς δᾷδα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 11, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacerse resinoso]], [[tener un exceso de resina]] ὅταν αἱ ῥίζαι δᾳδωθῶσι Thphr.<i>CP</i> 5.11.3, cf. 6.11.6.
}}
}}