Anonymous

διασφηνόω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_3)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασφηνόω''': [[χωρίζω]] ἢ ἀνοίγω διὰ σφηνῶν, Ἡσύχ. Μ. Ἐτυμ. 739. 7· - καὶ οὐσ. διασφήνωσις, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 216).
|lstext='''διασφηνόω''': [[χωρίζω]] ἢ ἀνοίγω διὰ σφηνῶν, Ἡσύχ. Μ. Ἐτυμ. 739. 7· - καὶ οὐσ. διασφήνωσις, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 216).
}}
{{DGE
|dgtxt=gener. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[sujetar]], [[apuntalar con cuñas]] σχοινίοις ἢ νεύροις ... διεσφηνωμένοις Apollod.<i>Poliorc</i>.180.14, τὰ ξύλα τῶν νεῶν, ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα Hsch.s.u. στρέβλαι<br /><b class="num">•</b>fig. [[meter una cuña]] sent. obs., Ps.Archil.<i>Fr</i>.291.5.<br /><b class="num">2</b> medic. [[dilatarse]] de fístulas, Meges en Orib.44.21.2, Antyll. en Orib.10.23.7, διεσφηνωμένοι εἰσὶν ὑπὸ πυκνότητος καὶ ἀκμῆς <i>EM</i> 739.7G.
}}
}}