διασφηνόω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
dilate as with a wedge, Meges ap.Orib.44.24.2:—Pass., Antyll.ib.10.23.7; in literal sense, Apollod.Poliorc.180.14.
Spanish (DGE)
gener. en v. med.-pas.
1 sujetar, apuntalar con cuñas σχοινίοις ἢ νεύροις ... διεσφηνωμένοις Apollod.Poliorc.180.14, τὰ ξύλα τῶν νεῶν, ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα Hsch.s.u. στρέβλαι
•fig. meter una cuña sent. obs., Ps.Archil.Fr.291.5.
2 medic. dilatarse de fístulas, Meges en Orib.44.21.2, Antyll. en Orib.10.23.7, διεσφηνωμένοι εἰσὶν ὑπὸ πυκνότητος καὶ ἀκμῆς EM 739.7G.
German (Pape)
[Seite 605] durch Keile auseinander sprengen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
διασφηνόω: χωρίζω ἢ ἀνοίγω διὰ σφηνῶν, Ἡσύχ. Μ. Ἐτυμ. 739. 7· - καὶ οὐσ. διασφήνωσις, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 216).