Anonymous

ἀφεψιάομαι: Difference between revisions

From LSJ
big3_8
(6_5)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφεψιάομαι''': ἀποθ. = ἀφομιλῶ, [[ἀπομακρύνομαι]] ἀπὸ τῆς ὁμιλίας ἢ συναναστροφῆς, ἀφεψιασάμην ([[οὕτως]] ἀναγν. ἐν Α. Β. 470, 13) = ἀφωμίλησα, Σοφ. (Ἀποσπ. 142) παρ’ Ἡσυχίῳ: ὁ Σοφ. ἔχει [[ὡσαύτως]] και [[ἑψία]] (Σοφ. Ἀπόσπ. 4).
|lstext='''ἀφεψιάομαι''': ἀποθ. = ἀφομιλῶ, [[ἀπομακρύνομαι]] ἀπὸ τῆς ὁμιλίας ἢ συναναστροφῆς, ἀφεψιασάμην ([[οὕτως]] ἀναγν. ἐν Α. Β. 470, 13) = ἀφωμίλησα, Σοφ. (Ἀποσπ. 142) παρ’ Ἡσυχίῳ: ὁ Σοφ. ἔχει [[ὡσαύτως]] και [[ἑψία]] (Σοφ. Ἀπόσπ. 4).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[evitar o abstenerse de las relaciones sexuales]] s. cont. S.<i>Fr</i>.138, cf. Hsch., Eust.1831.3.
}}
}}