Anonymous

ἐξάρτημα: Difference between revisions

From LSJ
big3_15
(6_22)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάρτημα''': τό, τὸ ἐξαρτώμενον, κρεμάμενον ἔκ τινος, ὁ [[δελφὶς]] π.χ., [[ὄργανον]] ναυτικόν, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο ἐν ταῖς ναυμαχίαις πρὸς καταπόντισιν ἐχθρικοῦ πλοίου, ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, [[ἐξάρτημα]] νεῶν· ἦτο δὲ ὁ [[δελφὶς]] «σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]] ἢ μολύβδινον εἰς δελφῖνα ἐσχηματισμένον» Σχόλ. ἔνθ' ἀνωτ.· - βάρος τι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 117· - [[προσέτι]] = [[περίαμμα]], Τατιαν. σ. 65.
|lstext='''ἐξάρτημα''': τό, τὸ ἐξαρτώμενον, κρεμάμενον ἔκ τινος, ὁ [[δελφὶς]] π.χ., [[ὄργανον]] ναυτικόν, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο ἐν ταῖς ναυμαχίαις πρὸς καταπόντισιν ἐχθρικοῦ πλοίου, ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, [[ἐξάρτημα]] νεῶν· ἦτο δὲ ὁ [[δελφὶς]] «σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]] ἢ μολύβδινον εἰς δελφῖνα ἐσχηματισμένον» Σχόλ. ἔνθ' ἀνωτ.· - βάρος τι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 117· - [[προσέτι]] = [[περίαμμα]], Τατιαν. σ. 65.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[colgante]], [[cosa colgada]] οὐδὲ ὁ μεμηνὼς σκυτίδων ἐξαρτήμασι θεραπεύεται ni un hombre loco se cura por colgarse amuletos</i> Ps.Democr.B 300.12<br /><b class="num">•</b>en mús. [[peso]] que se cuelga de las cuerdas para darles más o menos tensión ἡ ... ἰσχὺς τοῦ ἐξαρτήματος Theo Sm.65.19, cf. 21, ἡ (χορδή) μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ μεγίστου ἐξαρτήματος τεινομένη Iambl.<i>VP</i> 117, cf. 118<br /><b class="num">•</b>náut. especie de [[peso]] o [[pieza de plomo]] que, a modo de [[ancla]], se echaba desde una nave sobre otra para engancharla, tenerla sujeta o facilitar su abordaje, Sch.Ar.<i>Eq</i>.762a.<br /><b class="num">2</b> medic. [[cosa que se adhiere]], [[apéndice]], [[accesorio]] dicho del utilizado como contrapeso en férulas para tratamientos de fracturas περιτεθειμένων ἐξαρτημάτων τινῶν Gal.18(2).579<br /><b class="num">•</b>plu. [[ligamentos suspensorios]] que sujetan el fondo uterino, Sor.4.6.21.<br /><b class="num">3</b> fig. [[lo que sirve de sustento]], [[aquello de lo que se depende]], plu. [[los orígenes]] καλείσθωσαν ... ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἐξαρτημάτων οἱ νοεροὶ θεοί llamémosles dioses intelectivos por las últimas instancias de las que dependen</i> Dam.<i>in Prm</i>.130.
}}
}}