Anonymous

ἀποτομάς: Difference between revisions

From LSJ
big3_6
(6_4)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτομάς''': -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἀπότομος]], [[πέτρα]] Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, [[σχίζα]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· [[ῥάβδος]] ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, [[Πολυδ]]. Ι΄, 64, Ἡσύχ.
|lstext='''ἀποτομάς''': -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἀπότομος]], [[πέτρα]] Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, [[σχίζα]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· [[ῥάβδος]] ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, [[Πολυδ]]. Ι΄, 64, Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-άδος<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>subst. ἡ ἀ. [[astil]], [[vara]] ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles con correas de cuero de buey</i> Tim.15.27, λαβὼν ἀποτομάδος τὸ ἄκρον ἐν ποσὶν ἐρριμένης cogiendo la punta de un palo que estaba tirado a sus pies</i> I.<i>AI</i> 3.7.<br /><b class="num">2</b> [[dardo]] o [[jabalina]] de competición, Poll.10.64, 3.151, Hsch.<br /><b class="num">II</b> adj. [[cortado a pico]], [[escarpado]] πέτραι D.S.4.78, 2.13.
}}
}}