ἀποτομάς
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ἀποτομάδος, ἡ, pecul. fem. of ἀπότομος,
A abrupt, sheer, πέτρα D.S.4.78, cf. 2.13.
2 as substantive, split or hewn piece of wood, J. AJ3.1.2; javelin used in athletic games, Poll.10.64, Hsch.
3 fiery dart, prob. l. in Tim.Pers.28.
Spanish (DGE)
-άδος
I 1subst. ἡ ἀ. astil, vara ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles con correas de cuero de buey Tim.15.27, λαβὼν ἀποτομάδος τὸ ἄκρον ἐν ποσὶν ἐρριμένης cogiendo la punta de un palo que estaba tirado a sus pies I.AI 3.7.
2 dardo o jabalina de competición, Poll.10.64, 3.151, Hsch.
II adj. cortado a pico, escarpado πέτραι D.S.4.78, 2.13.
German (Pape)
[Seite 331] άδος, ἡ, fem. zu ἀπότομος, πέτρα Diod. Sic. 2, 13. 4, 78; – γῆ ἀπ. erkl. Eust. τέμενος; – nach Hesych. auch eine Art Wurfspieß im Pentathlon gebraucht, Boeckh. Schol. Pind. p. 519.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτομάς: -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀπότομος, πέτρα Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον τεμάχιον ξύλου, σχίζα, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· ῥάβδος ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, Πολυδ. Ι΄, 64, Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτομάς: άδος Diod. adj. f к ἀπότομος.