Anonymous

ἀκαυμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ
big3_2
(6_18)
 
(big3_2)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαυμάτιστος''': -ον, ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ καύματος, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀπρόσειλος]].
|lstext='''ἀκαυμάτιστος''': -ον, ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ καύματος, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀπρόσειλος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no calentado]] Hsch.s.u. [[ἀπρόσειλος]].
}}
}}