Anonymous

ἁνδάνω: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(SL_1)
(big3_4)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἁνδάνω]] (ἁνδάνειν: aor. ᾰδον; ᾰδών, -όντι, -όντα; ᾰδεῖν. ϝα-, (P. 1.29) (P. 6.51), (I. 8.18) ) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[please]], be [[pleasing]] to c. dat. Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις [[ἁδεῖν]] [[εὔχομαι]] (O. 3.1) πατέρα τε Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ (O. 7.17) εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν (P. 1.29) ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν (P. 2.96) τίν τ, Ἐλέλιχθον, [[μάλα]] ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται (P. 6.51) Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς (N. 6.36) ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. [[εὔχομαι]]) (N. 8.38) χαλκέῳ τ' Ἄρει [[ἅδον]] (i. e. πολέμων [[ἦσαν]] ἔμπειροι. Σ.) (I. 4.15) Ζηνί τε [[ἅδον]] βασιλέι (Er. Schmid: θ' [[ἅδον]] codd: τίμιαι γεγένηνται. Σ.) (I. 8.18)
|sltr=[[ἁνδάνω]] (ἁνδάνειν: aor. ᾰδον; ᾰδών, -όντι, -όντα; ᾰδεῖν. ϝα-, (P. 1.29) (P. 6.51), (I. 8.18) ) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[please]], be [[pleasing]] to c. dat. Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις [[ἁδεῖν]] [[εὔχομαι]] (O. 3.1) πατέρα τε Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ (O. 7.17) εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν (P. 1.29) ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν (P. 2.96) τίν τ, Ἐλέλιχθον, [[μάλα]] ἁδόντι νόῳ, Ποσειδάν, προσέχεται (P. 6.51) Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς (N. 6.36) ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. [[εὔχομαι]]) (N. 8.38) χαλκέῳ τ' Ἄρει [[ἅδον]] (i. e. πολέμων [[ἦσαν]] ἔμπειροι. Σ.) (I. 4.15) Ζηνί τε [[ἅδον]] βασιλέι (Er. Schmid: θ' [[ἅδον]] codd: τίμιαι γεγένηνται. Σ.) (I. 8.18)
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. ἥνδᾰνον, ép. [[ἑήνδανον]] <i>Il</i>.24.25, <i>Od</i>.3.143, en prosa jón. [[ἑάνδανον]] Hdt.9.5; fut. ἁδήσω Hdt.5.39; aor. ind. ἕᾰδον Hdt.4.201, 6.106, cf. <i>Milet</i> 1(3).133.40 (II a.C.), ép. εὔᾰδον (e.d. ἔϝαδον) <i>Il</i>.14.340, <i>Od</i>.16.28, ἔβαδον <i>ICr</i>.1.16.1.2 (III a.C.), [[ἅδον]] <i>Il</i>.13.748, tard. ἧσα Plot.2.3.7, subj. Ϝάδῃ Alcm.56.2, ἅδῃ Hdt.1.133, opt. Ϝάδοι Alcm.45, ἅδοι <i>Od</i>.20.327, inf. [[ἁδεῖν]] <i>Il</i>.3.173, S.<i>Ant</i>.89; perf. ind. [[ἅδηκα]] Hippon.135, ép. ἕᾱδα A.R.1.867, locr. part. Ϝεϝαδεϙότα <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.718.38 (Calion V a.C.), [[ἑαδώς]] <i>Il</i>.9.173]<br /><b class="num">1</b> <b class="num">a)</b>en gener. [[agradar]], [[ser grato a]] c. dat. de pers. y dioses <i>Od</i>.2.114, 16.398, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπεν <i>Il</i>.9.173, cf. Hes.<i>Th</i>.917, <i>Fr</i>.70.3, 165.3, Thgn.382, Sol.5.11, Pi.<i>O</i>.3.1, 7.17, <i>P</i>.1.29, Hdt.5.39, Democr.B 153, Epich.154b, Ar.<i>Eq</i>.553, E.<i>Fr</i>.171, Theoc.17.38, τί σοι τόσον εὔαδεν ὕδωρ Nonn.<i>D</i>.11.446, en part. ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν ojalá sea grato a los nobles que me reúna con ellos</i> Pi.<i>P</i>.2.96<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med., Hp.<i>Mul</i>.2.150, <i>AP</i> 10.7 (Arch.)<br /><b class="num">•</b>c. dos dat. Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ <i>Il</i>.1.24, cf. <i>Od</i>.16.28;<br /><b class="num">b)</b> de abstr. o c. adv. y c. dat. de pers. [[gustar]], [[ser de una opinión]] ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν οὕτως <i>Il</i>.17.647, ὅτι οὔ σφι ἥνδανε τὰ ... ἐμηχανῶντο Hdt.7.172, τοῖσι τὰ ἀμείνω ἑάνδανε Hdt.9.19, θνητῶν ὅσοισιν ἁνδάνει μοναρχία E.<i>Hipp</i>.1015, cf. Sol.24.23, E.<i>Rh</i>.137.<br /><b class="num">2</b> c. dat. de pers. e inf. gener. de cuerpos políticos [[decidir]] τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι decidieron prestar ayuda a los atenienses</i> Hdt.6.106, cf. 4.145, 153, 201, ἃ πόλει μήποτε τῇδε ἅδοι ¡que jamás esta ciudad decida esto!</i> Thgn.52, fig. εἰ ... ἡμετέρας μελέτας <[[ἅδε]] τοι> διὰ φροντίδος ἐλθεῖν Emp.B 131<br /><b class="num">•</b>part. perf. τὰ Ϝεϝαδηϙότα las decisiones</i>, <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.718.38 (Calion V a.C.).<br /><b class="num">3</b> c. dat. de cosa [[gustar de]] τοῖσιν ἅδοι καὶ Κύπρις <i>AP</i> 6.299 (Phan.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de la raíz *<i>su̯ād</i>- ‘dulce’, ‘suave’, ‘agradable’, cf. ai. <i>svā́date</i> equivalente a gr. ἥδομαι q.u.; a esta raíz pertenece ἡδύς q.u.
}}
}}