3,277,119
edits
(6_6) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπτερέως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄπτερος, «τάχιστα» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλους ἑτοίμως, ἐλαφρῶς, [[ἡδέως]], Παρμενίδης 17, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1765· ἴδε Ἕρμαν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 261. | |lstext='''ἀπτερέως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄπτερος, «τάχιστα» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλους ἑτοίμως, ἐλαφρῶς, [[ἡδέως]], Παρμενίδης 17, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1765· ἴδε Ἕρμαν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 261. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=adv. [[en un vuelo]], [[rápidamente]] ὣς ... ἀ. ὤσειε πυλέων ἄπο Parm.B 1.17, ἀ. ... Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον A.R.4.1765.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Adv. formado sobre [[ἄπτερος]] q.u., c. -έως por -ως <i>metri gratia</i>.<br /><br />adv. [[sin decir palabra]], [[sin chistar]] (para otros sent. v. 2 [[ἀπτερέως]]) τοὶ δ' ἀ. ἐπίθοντο Hes.<i>Fr</i>.204.84. | |||
}} | }} |