ἀπτερέως
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
Adv., (ἀ-, = smṃ-, πτερόν) quickly, swiftly, Hes.Fr.96.46, Parm.1.17, A.R.4.1765. (Expld. as = αἰφνιδίως by Hdn.Gr.2.230; cf. ἄπτερος III, ἀπτέρωτος II.)
Spanish (DGE)
adv. en un vuelo, rápidamente ὣς ... ἀ. ὤσειε πυλέων ἄπο Parm.B 1.17, ἀ. ... Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον A.R.4.1765.
• Etimología: Adv. formado sobre ἄπτερος q.u., c. -έως por -ως metri gratia.
adv. sin decir palabra, sin chistar (para otros sent. v. 2 ἀπτερέως) τοὶ δ' ἀ. ἐπίθοντο Hes.Fr.204.84.
German (Pape)
[Seite 340] p. adv. zu ἄπτερος, Parmen. prooem. 17, Hesych. erkl. προθύμως; Ap. Rh. 4, 1765.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπτερέως: ἐπίρρ. τοῦ ἄπτερος, «τάχιστα» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλους ἑτοίμως, ἐλαφρῶς, ἡδέως, Παρμενίδης 17, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1765· ἴδε Ἕρμαν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 261.
Frisk Etymological English
See also: πτερόν
Frisk Etymology German
ἀπτερέως: {apteréōs}
Meaning: flugs, schleunigst (Hes., Parm., A. R.).
Etymology: Zu ἄπτερος beflügelt, schnell (Trag. Adesp., H.), von ἀ copulativum und πτερόν, mit metrisch bedingtem -έως. Rupprecht Philol. 78, 395f. gegen Fraenkel Glotta 2, 29ff. — Davon ἀπτερύσσομαι mit den Flügeln schlagen (Archil.; nach πτερύσσομαι von πτέρυξ) mit Neubildung ἀπτερύομαι (Arat.; nach ἀφύω: ἀφύσσω usw., s. Fraenkel l. c.).
Page 1,126