Anonymous

ἀμβλυντικός: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_11)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμβλυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.
|lstext='''ἀμβλυντικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀμβλύνῃ, ὄψεως Δίφ. παρ’ Ἀθην. 64Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[embolador]] ὄψεως Diph.Siph. en Ath.64b.<br /><b class="num">2</b> [[que reduce o suaviza]] στρόβιλοι ... ἀ. τῶν περὶ κύστιν καὶ νεφροὺς δριμυτήτων Dsc.1.69, δύναμιν ... ἀ. δριμέων φαρμάκων Dsc.1.101, τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί Antyll. en Orib.10.24.3.
}}
}}