Anonymous

δυσεπινόητος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεπινόητος''': -ον, [[δυσνόητος]], Μ. Ἀντων. 6. 17, Ἰουλιαν. 12Β.
|lstext='''δυσεπινόητος''': -ον, [[δυσνόητος]], Μ. Ἀντων. 6. 17, Ἰουλιαν. 12Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de entender]], [[difícil de imaginar]] ἡ [[ἀναγωγή]] de las pirámides de Egipto, Ph.Byz.<i>Mir</i>.β, ὁδός de la virtud, M.Ant.6.17, δυσεπινοήτῳ θειότητι χρώμενος utilizando un poder divino difícil de entender</i> Iambl.<i>VP</i> 65, c. dat. de pers. τοῖς μειρακίοις σωτηρίας τρόπον δυσεπινόητον Iul.<i>Or</i>.1.12b.
}}
}}