δυσεπινόητος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεπινόητος Medium diacritics: δυσεπινόητος Low diacritics: δυσεπινόητος Capitals: ΔΥΣΕΠΙΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: dysepinóētos Transliteration B: dysepinoētos Transliteration C: dysepinoitos Beta Code: dusepino/htos

English (LSJ)

δυσεπινόητον, hard to understand, M.Ant.6.17; hard to devise or plan out, Jul.Or.1.12b.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de entender, difícil de imaginarἀναγωγή de las pirámides de Egipto, Ph.Byz.Mir.β, ὁδός de la virtud, M.Ant.6.17, δυσεπινοήτῳ θειότητι χρώμενος utilizando un poder divino difícil de entender Iambl.VP 65, c. dat. de pers. τοῖς μειρακίοις σωτηρίας τρόπον δυσεπινόητον Iul.Or.1.12b.

German (Pape)

[Seite 679] schwer einzusehen, M. Anton. 6, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεπινόητος: -ον, δυσνόητος, Μ. Ἀντων. 6. 17, Ἰουλιαν. 12Β.

Greek Monolingual

δυσεπινόητος, -ον (Α)
δυσνόητος.

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий