Anonymous

ἕλκωμα: Difference between revisions

From LSJ
big3_14b
(6_21)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕλκωμα''': τό, (ἑλκύω) [[πληγή]], [[ἕλκος]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. τὸ ἀφελκωθὲν [[μέρος]] τοῦ στελέχους πεύκης ἢ [[ἐλάτης]] πρὸς συναγωγὴν ῥητίνης, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 1.
|lstext='''ἕλκωμα''': τό, (ἑλκύω) [[πληγή]], [[ἕλκος]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. τὸ ἀφελκωθὲν [[μέρος]] τοῦ στελέχους πεύκης ἢ [[ἐλάτης]] πρὸς συναγωγὴν ῥητίνης, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[herida]], [[llaga]], [[úlcera]] ῥεύματα περὶ αἰδοῖα πολλά, ἑλκώματα, φύματα ἔξωθεν Hp.<i>Epid</i>.3.7, τὸ μήλινον κολλ(ύριον) πρὸς ῥεῦμα καὶ ἑλκώματα <i>Medic.Fr.Pap</i>. en <i>POxy</i>.1088.2, cf. 9, <i>Hippiatr.Cant</i>.8.20.<br /><b class="num">2</b> bot. [[incisión]] en un árbol συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕ. τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης Thphr.<i>HP</i> 9.2.1.
}}
}}