Anonymous

ἀμφίτριψ: Difference between revisions

From LSJ
big3_3
(6_12)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίτριψ''': ιβος, ὁ, ([[τρίβω]]) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ [[περίτριμμα]], ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. [[αὐτόθι]] 3. 286, [[ὅστις]] ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.
|lstext='''ἀμφίτριψ''': ιβος, ὁ, ([[τρίβω]]) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ [[περίτριμμα]], ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. [[αὐτόθι]] 3. 286, [[ὅστις]] ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιβος, ὁ<br />fig. [[experto en truhanerías]] ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores</i> Archil.237, cf. Hsch.
}}
}}