ἀμφίτριψ

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίτριψ Medium diacritics: ἀμφίτριψ Low diacritics: αμφίτριψ Capitals: ΑΜΦΙΤΡΙΨ
Transliteration A: amphítrips Transliteration B: amphitrips Transliteration C: amfitrips Beta Code: a)mfi/triy

English (LSJ)

ιβος, ὁ, (τρίβω) rubbed all round: metaph., like περίτριμμα, practised knave, Archil.124, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ιβος, ὁ
fig. experto en truhanerías ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores Archil.237, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 145] = vor., Theogn. II. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτριψ: ιβος, ὁ, (τρίβω) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ περίτριμμα, ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. αὐτόθι 3. 286, ὅστις ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.

Greek Monolingual

ἀμφίτριψ (-ιβος), ο (Α)
1. ο τριμμένος ολόγυρα
2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τριψ < τρίβω.