Anonymous

ἀναύξητος: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_16)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναύξητος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Θεοδέκτ. παρὰ Στράβ. 695· ὁ μὴ αὐξάνων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 3. 7. 2) ὁ [[ἄνευ]] αὐξήσεως, Γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]].
|lstext='''ἀναύξητος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Θεοδέκτ. παρὰ Στράβ. 695· ὁ μὴ αὐξάνων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 3. 7. 2) ὁ [[ἄνευ]] αὐξήσεως, Γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no crece o aumenta]]de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>25, ἥλιος ... συνέστρεφεν κόμας (τῶν Αἰθιόπων) μορφαῖς ἀναυξήτοισι συντήξας πυρός Theodect.17, βέβλαπται ... ὥστε ... γίνεσθαι ... ἀναυξητότερον Sor.34.19, ἄνδρα Aq.<i>Ie</i>.22.30.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que carece de aumento]] de formas verbales, Eust.19.29.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως gram. [[sin aumento]] de formas verbales, Greg.Cor.180.
}}
}}