ἀναύξητος
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ἀναύξητον,
A = ἀναυξής, Arist.Cael.270a25, Sor.1.47 (Comp.), Aq.Je.22.30; μορφαὶ ἀ. πυρός dub.l. in Theodect.17.
2 without augment, Eust.19.29. Adv. ἀναυξήτως Greg.Cor.180.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no crece o aumenta de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a25, ἥλιος ... συνέστρεφεν κόμας (τῶν Αἰθιόπων) μορφαῖς ἀναυξήτοισι συντήξας πυρός Theodect.17, βέβλαπται ... ὥστε ... γίνεσθαι ... ἀναυξητότερον Sor.34.19, ἄνδρα Aq.Ie.22.30.
2 gram. que carece de aumento de formas verbales, Eust.19.29.
II adv. -ως gram. sin aumento de formas verbales, Greg.Cor.180.
German (Pape)
[Seite 212] 1) nicht wachsend, Arist. coel. 1, 3. – 2) ohne Augment, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἀναύξητος:
1 Arst. = ἀναυξής;
2 грам. не имеющий приращения (аугмента).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναύξητος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Θεοδέκτ. παρὰ Στράβ. 695· ὁ μὴ αὐξάνων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 3. 7. 2) ὁ ἄνευ αὐξήσεως, Γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναύξητος, -ον)
1. εκείνος που δεν αυξάνεται
μσν.- νεοελλ.
(Γραμμ.) αναύξητα ρήματα
εκείνα που δεν παίρνουν αύξηση.