Anonymous

ἀναχαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_5)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχαράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ἀποξύω]], Πλούτ. 2. 913Ε· ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν, ὁ ἀὴρ γεννᾷ διὰ τῆς ὀξύτητος [[αὐτοῦ]] τὸν ἰόν, δηλ. τὴν σκωρίαν, [[αὐτόθι]] 396Α.
|lstext='''ἀναχαράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ἀποξύω]], Πλούτ. 2. 913Ε· ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν, ὁ ἀὴρ γεννᾷ διὰ τῆς ὀξύτητος [[αὐτοῦ]] τὸν ἰόν, δηλ. τὴν σκωρίαν, [[αὐτόθι]] 396Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[raspar]] en v. pas. ὡς σίδηρος ἀσθενὴς καὶ λεπτὸς ἀναχαρασσόμενος Plu.2.454c, cf. 2.913c.<br /><b class="num">2</b> [[producir por corrosión]] (ἀέρα) ἀναχαράσσειν ἰόν Plu.2.396a.<br /><b class="num">II</b> [[grabar otra vez]] fig. en el corazón ἀναχαράξαι τῷ θείῳ δακτύλῳ τὰ ἐν ταῖς πρώταις ἀρχειωθέντα γράμματα Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.82.15.<br /><b class="num">III</b> [[hacer entalladuras]], [[entallar]] en v. pas. (ξύλων) ἀνακεχαραγμένων <i>Poliorc</i>.238.1, 2S.
}}
}}