ἀναχαράσσω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
Att. ἀναχαράττω, scrape up, ib.913e; ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν air causes the roughness of rust, ib.396a, cf. 454c.
Spanish (DGE)
I 1raspar en v. pas. ὡς σίδηρος ἀσθενὴς καὶ λεπτὸς ἀναχαρασσόμενος Plu.2.454c, cf. 2.913c.
2 producir por corrosión (ἀέρα) ἀναχαράσσειν ἰόν Plu.2.396a.
II grabar otra vez fig. en el corazón ἀναχαράξαι τῷ θείῳ δακτύλῳ τὰ ἐν ταῖς πρώταις ἀρχειωθέντα γράμματα Gr.Nyss.V.Mos.82.15.
III hacer entalladuras, entallar en v. pas. (ξύλων) ἀνακεχαραγμένων Poliorc.238.1, 2S.
German (Pape)
[Seite 215] aufkratzen, aufregen, ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν, die Luft erzeugt durch ihre Schärfe den Rost, Plut. Pyth. or. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαράσσω: Ἀττ. -ττω, ἀποξύω, Πλούτ. 2. 913Ε· ἀὴρ ἀναχαράσσει ἰόν, ὁ ἀὴρ γεννᾷ διὰ τῆς ὀξύτητος αὐτοῦ τὸν ἰόν, δηλ. τὴν σκωρίαν, αὐτόθι 396Α.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχᾰράσσω:
1 сцарапывать, соскабливать (ἰὸν ἐκ τοῦ χαλκοῦ Plut.);
2 pass. покрываться ржавчиной (ὑπὸ τῆς δρόσου Plut.).