Anonymous

ἀνεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_6)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεσταλμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀναστέλλω]]· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου [[ὅπως]] ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι [[Ἡρακλ]]. λέξιν [[ἐπιστολάδην]]: [[ἐπιστολάδην]] δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 287, [[ὥστε]] σημαίνει ἀνεζωσμένως.
|lstext='''ἀνεσταλμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀναστέλλω]]· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου [[ὅπως]] ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι [[Ἡρακλ]]. λέξιν [[ἐπιστολάδην]]: [[ἐπιστολάδην]] δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 287, [[ὥστε]] σημαίνει ἀνεζωσμένως.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[ἀναστέλλω]] [[con la ropa arremangada]] glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.<i>Sc</i>.287G.
}}
}}