ἀνεσταλμένως

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεσταλμένως Medium diacritics: ἀνεσταλμένως Low diacritics: ανεσταλμένως Capitals: ΑΝΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: anestalménōs Transliteration B: anestalmenōs Transliteration C: anestalmenos Beta Code: a)nestalme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω, tucked up, Glossaria on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀναστέλλω con la ropa arremangada glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.Sc.287G.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.