ἀνεσταλμένως
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω, tucked up, Glossaria on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀναστέλλω con la ropa arremangada glos. de ἐπιστολάδην Sch.Hes.Sc.287G.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.