Anonymous

ἀνοργάζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_4
(6_5)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοργάζω''': ἀναζυμώνω, [[πλάσσω]], κοινῶς «[[πλάθω]]», [[μαλάσσω]], ἵνα [[γοῦν]] ἀνωργασμένον (κοιν. ὡργισμένον) τὸ [[σῶμα]] ᾖ πρὸς τὴν φαρμακοποσίην (Ἱππ. 543. 51) = ἀναμεμαλαγμένον· ― «τὸ δὲ μαλάξαι λέγουσι [[πολλάκις]] ἀνοργάσαι» Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. 225, 440. ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνοργάζειν· ἀνακινεῖν».
|lstext='''ἀνοργάζω''': ἀναζυμώνω, [[πλάσσω]], κοινῶς «[[πλάθω]]», [[μαλάσσω]], ἵνα [[γοῦν]] ἀνωργασμένον (κοιν. ὡργισμένον) τὸ [[σῶμα]] ᾖ πρὸς τὴν φαρμακοποσίην (Ἱππ. 543. 51) = ἀναμεμαλαγμένον· ― «τὸ δὲ μαλάξαι λέγουσι [[πολλάκις]] ἀνοργάσαι» Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. 225, 440. ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνοργάζειν· ἀνακινεῖν».
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[relajar]] ἵνα ἀνοργασμένον τὸ σῶμα ᾖ Hp.<i>Int</i>.21.<br /><b class="num">2</b> [[mecer]], [[acunar]] Hsch.
}}
}}