ἀνοργάζω
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
lit.
A knead up: in Pass., ἀνωργασμένον σῶμα relaxed, Hp.Int.21.
II toss, dandle, παιδία Hsch. (nisi ad ἀνορταλίζειν spectat).
Spanish (DGE)
1 relajar ἵνα ἀνοργασμένον τὸ σῶμα ᾖ Hp.Int.21.
2 mecer, acunar Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοργάζω: ἀναζυμώνω, πλάσσω, κοινῶς «πλάθω», μαλάσσω, ἵνα γοῦν ἀνωργασμένον (κοιν. ὡργισμένον) τὸ σῶμα ᾖ πρὸς τὴν φαρμακοποσίην (Ἱππ. 543. 51) = ἀναμεμαλαγμένον· ― «τὸ δὲ μαλάξαι λέγουσι πολλάκις ἀνοργάσαι» Ψελλ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. 225, 440. ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀνοργάζειν· ἀνακινεῖν».
Greek Monolingual
ἀνοργάζω (Α) οργάζω
ξαναζυμώνω, μαλάσσω.
German (Pape)
erkl. Hesych. ἀνακινέω.