Anonymous

ἀπαμπλακεῖν: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_5)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰμπλακεῖν''': ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἀπήμπλακον ([[ἄνευ]] εὐχρήστου ἐνεστῶτος), = ἀφαμαρτεῖν, ὁλοσχερῶς ἀποτυχεῖν, Σοφ. Τρ. 1139. (Ἕτεροι προτιμῶσι τὸν [[ἄνευ]] τοῦ μ τύπον, ἀπαπλ-)· πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 115.
|lstext='''ἀπᾰμπλακεῖν''': ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἀπήμπλακον ([[ἄνευ]] εὐχρήστου ἐνεστῶτος), = ἀφαμαρτεῖν, ὁλοσχερῶς ἀποτυχεῖν, Σοφ. Τρ. 1139. (Ἕτεροι προτιμῶσι τὸν [[ἄνευ]] τοῦ μ τύπον, ἀπαπλ-)· πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 115.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀπαμπλᾰκεῖν)<br />sólo aor. [[equivocarse]] στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó</i> S.<i>Tr</i>.1139.
}}
}}