Anonymous

ἀποκαθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_5
(6_13a)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκαθᾰρίζω''': μέλλ. -ιῶ, καθαρὸν ποιῶ, ἐξαγνίζω, Ἑβδ. (Ἰώβ, κε΄, 4): - ἀποκαθάρισμα, τό, = [[κάθαρμα]] Ἐτυμολ. Μ. 483. 12: - ἀποκαθαρισμός, ὁ [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], Βυζ.
|lstext='''ἀποκαθᾰρίζω''': μέλλ. -ιῶ, καθαρὸν ποιῶ, ἐξαγνίζω, Ἑβδ. (Ἰώβ, κε΄, 4): - ἀποκαθάρισμα, τό, = [[κάθαρμα]] Ἐτυμολ. Μ. 483. 12: - ἀποκαθαρισμός, ὁ [[καθαρμός]], [[ἁγνισμός]], Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. -ιῶ LXX <i>To</i>.12.9]<br />[[purificar]] ἑαυτόν LXX <i>Ib</i>.25.4<br /><b class="num">•</b>[[purgar]] πᾶσαν ἁμαρτίαν LXX <i>To</i>.12.9.
}}
}}