Anonymous

ἀσφαλτώδης: Difference between revisions

From LSJ
big3_7
(6_7)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφαλτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἀσφάλτου ἢ [[ὅμοιος]] ἀσφάλτῳ, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 25, Στράβ. 316, κτλ. - Ἐπίρρ. συγκρ. ἀσφαλτοδεστέρως Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 4. σ. 191.
|lstext='''ἀσφαλτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἀσφάλτου ἢ [[ὅμοιος]] ἀσφάλτῳ, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 25, Στράβ. 316, κτλ. - Ἐπίρρ. συγκρ. ἀσφαλτοδεστέρως Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 4. σ. 191.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[bituminoso]] γῆ ἀ. Str.7.5.8, cf. Polyaen.4.6.11, ὕδατα Gal.6.244, 423, 819, ref. a la bilis por su color brillante semejante al betún, Gal.19.364, 490, ποτὸν Philostr.<i>VA</i> 1.24.12, κόνις Philostr.<i>Gym</i>.56, τὸ φάρμακον D.C.36.1<sup>b</sup>2, [[γεῦσις]] <i>Gp</i>.5.7.3<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ ἀσφαλτώδη [[substancias bituminosas]] Arist.<i>Sens</i>.444<sup>b</sup>33.
}}
}}