Anonymous

διαθραύω: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_2)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθραύω''': [[καταθραύω]], [[θραύω]] εἰς μικρὰ τεμάχια, Πλάτ. Τιμ. 57Α, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 9, 3. - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 14, 3.
|lstext='''διαθραύω''': [[καταθραύω]], [[θραύω]] εἰς μικρὰ τεμάχια, Πλάτ. Τιμ. 57Α, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 9, 3. - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 14, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[fragmentar]] fig. τὴν ἀλήθειαν κατὰ σμικρὰ διαθραύοντες ἐν τοῖς λόγοις Pl.<i>Sph</i>.246c.<br /><b class="num">2</b> en v. med., intr. [[hacerse pedazos pequeños]], [[fragmentarse]] de los elementos cuando se encuentran en un medio extraño ὀλίγα διαθραυόμενα Pl.<i>Ti</i>.57b, ταχὺ διαθραύεται de los nidos del alción, Arist.<i>HA</i> 616<sup>a</sup>27, διαθραυόμενα ... τῇ μασήσει Thphr.<i>CP</i> 6.9.3, de pers. μὴ πεσὼν διαθραυσθῇς Sch.Ar.<i>Pax</i> 147a<br /><b class="num">•</b>[[fragmentarse]], [[descomponerse]] como propiedad de la luz τοῦ φωτός ἐστι τὸ ἀνακλᾶσθαι καὶ διαθραύεσθαι Emp.A 57.
}}
}}