διαθραύω

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθραύω Medium diacritics: διαθραύω Low diacritics: διαθραύω Capitals: ΔΙΑΘΡΑΥΩ
Transliteration A: diathraúō Transliteration B: diathrauō Transliteration C: diathrayo Beta Code: diaqrau/w

English (LSJ)

break in small pieces, in Pass., Pl.Ti.57b, Arist.HA616a27; τῇ μασήσει Thphr. CP 6.9.3.

Spanish (DGE)

1 tr. fragmentar fig. τὴν ἀλήθειαν κατὰ σμικρὰ διαθραύοντες ἐν τοῖς λόγοις Pl.Sph.246c.
2 en v. med., intr. hacerse pedazos pequeños, fragmentarse de los elementos cuando se encuentran en un medio extraño ὀλίγα διαθραυόμενα Pl.Ti.57b, ταχὺ διαθραύεται de los nidos del alción, Arist.HA 616a27, διαθραυόμενα ... τῇ μασήσει Thphr.CP 6.9.3, de pers. μὴ πεσὼν διαθραυσθῇς Sch.Ar.Pax 147a
fragmentarse, descomponerse como propiedad de la luz τοῦ φωτός ἐστι τὸ ἀνακλᾶσθαι καὶ διαθραύεσθαι Emp.A 57.

German (Pape)

[Seite 579] (s. θραύω), ganz zerbrechen, Plat. Tim. 57 b; κατὰ μικρά Sορh. 246 b; – Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θραύω geheel verbrijzelen.

Russian (Dvoretsky)

διαθραύω: разбивать на мелкие куски (κατὰ μικρά Plat.; διαθραύεσθαι ὥσπερἁλοσάχνη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαθραύω: καταθραύω, θραύω εἰς μικρὰ τεμάχια, Πλάτ. Τιμ. 57Α, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 9, 3. - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 14, 3.

Greek Monolingual

διαθραύω (Α) θραύω
κατα συντρίβω, καταθρυμματίζω.