3,274,873
edits
(big3_11) |
m (Text replacement - "]]g" to "]] g") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[porción]]glos. a [[δάσμα]] Hsch. | |dgtxt=-ματος, τό [[porción]] glos. a [[δάσμα]] Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[τμήμα]], [[μέρος]] ενός διαχωρισμένου συνόλου<br /><b>2.</b> (για οικήματα) [[σύνολο]] δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως [[κατοικία]] οικογένειας [[είτε]] ατόμου ή για γραφεία<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] πόλης<br /><b>4.</b> [[μεγάλη]] διοικητική [[περιφέρεια]]<br /><b>5.</b> [[στρατιωτικός]] [[τομέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Αγγέλου Βλάχου]. | |||
}} | }} |