Anonymous

δίαρσις: Difference between revisions

From LSJ
big3_11
(6_8)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίαρσις''': -εως, ἡ, [[ἀνύψωσις]], ἱστίων Διόδ. 3. 40· ἐκ διάρσεως μάχεσθαι, Λατ. caesim pugnare, ὡς διὰ ξιφῶν ὑψουμένων καὶ καταφερομένων, ἀντίθ. ἐκ διαλήψεως, πρβλ. ἐκ καταφορᾶς, Πολύβ. 2. 33, 5.
|lstext='''δίαρσις''': -εως, ἡ, [[ἀνύψωσις]], ἱστίων Διόδ. 3. 40· ἐκ διάρσεως μάχεσθαι, Λατ. caesim pugnare, ὡς διὰ ξιφῶν ὑψουμένων καὶ καταφερομένων, ἀντίθ. ἐκ διαλήψεως, πρβλ. ἐκ καταφορᾶς, Πολύβ. 2. 33, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[elevación]] ἱστίων D.3.40.5, ἡ ἐκ διάρσεως ... μάχη batalla con espadas en alto</i> para dar tajos, Plb.2.33.5.<br /><b class="num">2</b> ret. [[elevación]] del estilo ἡ ἐν ἀξιώματι καὶ διάρσει σύνθεσις Longin.8.1.
}}
}}