δίαρσις

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίαρσις Medium diacritics: δίαρσις Low diacritics: δίαρσις Capitals: ΔΙΑΡΣΙΣ
Transliteration A: díarsis Transliteration B: diarsis Transliteration C: diarsis Beta Code: di/arsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A raising up, ἱστίων D.S.3.40; ἡ ἐκ διάρσεως μάχη fight with broadswords, Plb.2.33.5.
II = δίαρμα ΙΙ, Longin.8.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 elevación ἱστίων D.3.40.5, ἡ ἐκ διάρσεως ... μάχη batalla con espadas en alto para dar tajos, Plb.2.33.5.
2 ret. elevación del estilo ἡ ἐν ἀξιώματι καὶ διάρσει σύνθεσις Longin.8.1.

German (Pape)

[Seite 601] ἡ, Erhebung, des Schwertes, ἡ ἐκ διάρσεως μάχη, Pol. 2, 33, der Kampf mit dem Schwert; ἱστίων, das Aufziehen der Segel, D. Sic. 3, 40.

Greek (Liddell-Scott)

δίαρσις: -εως, ἡ, ἀνύψωσις, ἱστίων Διόδ. 3. 40· ἐκ διάρσεως μάχεσθαι, Λατ. caesim pugnare, ὡς διὰ ξιφῶν ὑψουμένων καὶ καταφερομένων, ἀντίθ. ἐκ διαλήψεως, πρβλ. ἐκ καταφορᾶς, Πολύβ. 2. 33, 5.

Russian (Dvoretsky)

δίαρσις: εως ἡ
1 поднятие, подъем (ἱστίων Diod.);
2 воен. поднятие меча, т. е. рубка (ἡ ἐκ διάρσεως μάχη Polyb.).