Anonymous

δίφορος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_17)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίφορος''': -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541.
|lstext='''δίφορος''': -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">1</b> [[bífero]], [[que produce fruto dos veces al año]] συκῆ Ar.<i>Ec</i>.708, Antiph.196, cf. Pherecr.103, Thphr.<i>HP</i> 1.14.1, <i>CP</i> 5.1.6, μῆλα <i>PCair.Zen</i>.33.13 (III a.C.), τὸν ἀμπελῶνα μὴ κατασπείρειν δίφορον Ph.2.369.<br /><b class="num">2</b> [[que paga dos veces]] juego de palabras sobre el n. de Ἔφορος Plu.2.839a, Hsch.
}}
}}