Anonymous

δυσαυξής: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_7)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαυξής''': -ές, ὁ δυσκόλως ἢ βραδέως αὐξανόμενος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 33· δάση καὶ [[πεύκη]] καὶ [[ἐλαία]] δυσαυξῆ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 8, 4· οὕτω δυσαύξητος, ον, [[αὐτόθι]] 1. 8, 2.
|lstext='''δυσαυξής''': -ές, ὁ δυσκόλως ἢ βραδέως αὐξανόμενος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 33· δάση καὶ [[πεύκη]] καὶ [[ἐλαία]] δυσαυξῆ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 8, 4· οὕτω δυσαύξητος, ον, [[αὐτόθι]] 1. 8, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que crece poco o lentamente]] κέρατα Arist.<i>Aud</i>.802<sup>a</sup>25, de plantas, Thphr.<i>CP</i> 1.8.4, 4.12.10, <i>HP</i> 3.6.1, I.<i>AI</i> 3.9.
}}
}}