Anonymous

δυσεπίτευκτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_15)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεπίτευκτος''': ον δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[δυσκατόρθωτος]], Διόδ. 17. 93.
|lstext='''δυσεπίτευκτος''': ον δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[δυσκατόρθωτος]], Διόδ. 17. 93.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de realizar]] στρατεία D.S.17.93, ἐπιβολαί D.S.32.18<br /><b class="num">•</b>[[difícil de alcanzar]] πρᾶγμα Erot.<i>Fr</i>.60, [[ἀρετή]] Gr.Nyss.<i>Beat</i>.145.13.<br /><b class="num">2</b> [[que difícilmente tiene éxito]], [[desafortunado]] de pers. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.42.22, cf. 48.15, πρὸς τὸν γάμον καὶ τὰ ἀφροδίσια <i>Cat.Cod.Astr</i>.1.164.4.<br /><b class="num">3</b> [[difícil de tratar]] de heridas <i>Hippiatr</i>.26.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma incompleta]], [[sin éxito]] ἐν τοῖς διαπρασσομένοις δ. ἢ μετὰ ὑπερθέσεως Vett.Val.185.4.
}}
}}