Anonymous

δυσνόητος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσνόητος''': -ον, δυσκολονόητος, [[λόγος]] [[Δαρεῖος]] παρὰ Διογ. Λ. 9. 13. 2) [[ἀδιανόητος]], [[ἀκατανόητος]], ἄτοπος, Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 11.
|lstext='''δυσνόητος''': -ον, δυσκολονόητος, [[λόγος]] [[Δαρεῖος]] παρὰ Διογ. Λ. 9. 13. 2) [[ἀδιανόητος]], [[ἀκατανόητος]], ἄτοπος, Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de entender]] λόγος D.L.9.13, cf. 2<i>Ep.Petr</i>.3.16, χρησμοί Luc.<i>Alex</i>.54, τὰ ... πάντα μεγάλα καὶ ἔνδοξά ἐστι καὶ δυσνόητα τοῖς ἀνθρώποις Herm.<i>Sim</i>.9.14.4.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[lento de comprensión]], [[torpe]] εἰς τὸ ἀναγιγνώσκειν Vett.Val.331.33.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con dificultad]], [[torpemente]] πάνυ δ. φέρῃ περὶ τὰς Γραφάς Adam.<i>Dial</i>.44.
}}
}}