Anonymous

δυσπερίτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
big3_12
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπερίτρεπτος''': -ον, δυσκόλως ἀνατρεπόμενος,Γαλην. 4. 33., 12, 24.
|lstext='''δυσπερίτρεπτος''': -ον, δυσκόλως ἀνατρεπόμενος,Γαλην. 4. 33., 12, 24.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de doblar]], [[sólido]], [[tenso]] τὸ [[δέρμα]] Gal.3.109, cf. 912, δυσπερίτρεπτον τε καὶ τεταμένον καὶ σκληρὸν ... κατασκευάσαι τὸ ... πέλμα Gal.18(2).1016.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de derribar]], [[firme]], [[seguro]] [[ἕδρα]] Gal.3.214, 215, οἶκος Sor.1.16.87.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera difícil de volcar o caer]] Gal.18(1).591.
}}
}}