Anonymous

εἰσάγαν: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_6)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσάγᾱν''': ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ἄγαν]], Βυζ., ἀλλὰ καὶ [[διῃρημένως]] εἰς [[ἄγαν]]. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.
|lstext='''εἰσάγᾱν''': ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ἄγαν]], Βυζ., ἀλλὰ καὶ [[διῃρημένως]] εἰς [[ἄγαν]]. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[en exceso]], [[mucho]] φειδωλὸς ἦν εἰ. Pall.<i>V.Chrys</i>.12.31, ξεσθεὶς εἰ. cruelmente desollado</i> Pall.<i>V.Chrys</i>.20.87, περίλυπος εἰ. ἐγένετο Soz.<i>HE</i> 2.11.5, cf. 3.14.16, οὗτος κανὼν πέφυκε μακρὸς εἰ. <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.46.12, χιτών ... εὐρύκολπος [[εἰσάγαν]] túnica muy amplia</i> Tz.<i>H</i>.1.14, cf. 213.
}}
}}