εἰσάγαν
From LSJ
English (LSJ)
Adv., strengthened for ἄγαν, Tz.H.1.11,210.
Spanish (DGE)
adv. en exceso, mucho φειδωλὸς ἦν εἰ. Pall.V.Chrys.12.31, ξεσθεὶς εἰ. cruelmente desollado Pall.V.Chrys.20.87, περίλυπος εἰ. ἐγένετο Soz.HE 2.11.5, cf. 3.14.16, οὗτος κανὼν πέφυκε μακρὸς εἰ. Tz.Comm.Ar.1.46.12, χιτών ... εὐρύκολπος εἰσάγαν túnica muy amplia Tz.H.1.14, cf. 213.
German (Pape)
[Seite 739] verstärktes ἄγαν, Procop.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάγᾱν: ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἄγαν, Βυζ., ἀλλὰ καὶ διῃρημένως εἰς ἄγαν. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.