Anonymous

ἐκδαπανάω: Difference between revisions

From LSJ
big3_13
(6_7)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδᾰπᾰνάω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[δαπανάω]], Πολύβ. 21. 8, 9, κτλ.
|lstext='''ἐκδᾰπᾰνάω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[δαπανάω]], Πολύβ. 21. 8, 9, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐκδᾰπᾰνάω) <b class="num">1</b> [[agotar]], [[consumir del todo]], [[eliminar]] τὸ μὲν γὰρ ὑγρὸν ἅπαν ἡ καῦσις ἐκδαπανᾷ Arist.<i>Fr</i>.225, cf. Gal.10.495, εἰ δὲ προαφεψήσας τις τὸ [[γάλα]] τὸν ὀρὸν ἐκδαπανήσειεν Gal.6.682, cf. 10.192, τὰς ἐν τοῖς βλεφάροις μεγάλας τραχύτητας Aët.2.190<br /><b class="num">•</b>en v. pas. c. giro prep. [[ser consumido, agotado en]] ἐκδαπανᾶται γὰρ ὑπὸ τοῦ πολλοῦ χρόνου εἰς τὸ ἀφανές del alma, Zeno <i>Stoic</i>.1.146, εἰς κέρατα ... τὸ πλῆθος ἐξεδαπανᾶτο τῶν περιττωμάτων Gal.3.602, cf. Alex.Trall.1.447.15, ἡ καπνώδης [[ἀναθυμίασις]] εἰς τὸν γαλαξίαν ἐκδαπανᾶται Olymp.<i>in Mete</i>.66.1, κατὰ τὴν ὄπτησιν ἐξεδαπανήθη πᾶν τὸ ὑγρὸν ἐξ [[αὐτοῦ]] Gal.15.86, τὸ περιεχόμενον ἐν ταῖς σαρξὶν ὑγρὸν ἐκδαπανᾶσθαι προσήκει Gal.10.199, τὸ πνεῦμα ... ἐκδαπανηθὲν ἐν ταῖς προτέραις ἐπιδρομαῖς Longus 1.32.4, de una pers. διὰ τῶν ἰχώρων ἐκδαπανώμενον Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.211.11, abs. (τὸ σῶμα) τοῦτο παθὸν καὶ ἐκδαπανηθέν Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.67 (p.76).<br /><b class="num">2</b> de un mineral [[desbastar]] τὸ ... γεῶδες διὰ τῆς ἀκόνης ἐκδαπανήσαντες Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.411.2.<br /><b class="num">3</b> [[gastar totalmente de recursos, dinero, etc.]] τὰς τῶν ἰδίων συμμάχων χορηγίας καὶ παρασκευάς Plb.21.10.9, τὰς προσόδους Plb.24.7.4, cf. 25.4.7, <i>PBaden</i> 19.19 (II d.C.), πάντα τὰ ὑπάρχοντα [[αὐτοῦ]] Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.4.3, (τὸν βίον) εἰς χορηγίας καὶ τριηραρχίας ἐξεδαπάνησα Longus 4.35.3<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. πλέον ἐκδαπανῶν haciendo mayor gasto</i>, <i>AP</i> 11.357 (Pall.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. πάντων αὐτοῖς ἐκδαπανηθέντων D.C.74.12.3.<br /><b class="num">4</b> fig., c. ac. de abstr. [[acabar con]], [[consumir]] τάς τε γὰρ προθυμίας εἰς τοὺς ὁμολογουμένως ἐχθροὺς ἐκδαπανήσαντες consumiendo sus energías en los enemigos reconocidos</i> I.<i>AI</i> 15.117, cf. Lib.<i>Decl</i>.37.30, ἐκδαπανῆσαι τὸ ἀλλότριον eliminar lo ajeno</i> Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 3.6.4<br /><b class="num">•</b>de pers., en v. med.-pas. [[desgastarse]], [[quedar exhausto]] ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν 2<i>Ep.Cor</i>.12.15.
}}
}}