ἐκδαπανάω
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
exhaust, χορηγίας Plb.21.10.9; προσόδους Id.24.7.4, cf. PBaden19.19 (ii A.D.); τὸ αἷμα, τὸ ὑγρόν, Gal.10.192, 15.86: metaph., τὰς προθυμίας εἰς τοὺς ἐχθρούς J.AJ15.5.1; τὸν θυμὸν εἴς τινας Lib.Decl.37.30:—Pass., ἐκδεδαπανῆσθαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν 2 Ep.Cor.12.15.
Spanish (DGE)
(ἐκδᾰπᾰνάω) 1 agotar, consumir del todo, eliminar τὸ μὲν γὰρ ὑγρὸν ἅπαν ἡ καῦσις ἐκδαπανᾷ Arist.Fr.225, cf. Gal.10.495, εἰ δὲ προαφεψήσας τις τὸ γάλα τὸν ὀρὸν ἐκδαπανήσειεν Gal.6.682, cf. 10.192, τὰς ἐν τοῖς βλεφάροις μεγάλας τραχύτητας Aët.2.190
•en v. pas. c. giro prep. ser consumido, agotado en ἐκδαπανᾶται γὰρ ὑπὸ τοῦ πολλοῦ χρόνου εἰς τὸ ἀφανές del alma, Zeno Stoic.1.146, εἰς κέρατα ... τὸ πλῆθος ἐξεδαπανᾶτο τῶν περιττωμάτων Gal.3.602, cf. Alex.Trall.1.447.15, ἡ καπνώδης ἀναθυμίασις εἰς τὸν γαλαξίαν ἐκδαπανᾶται Olymp.in Mete.66.1, κατὰ τὴν ὄπτησιν ἐξεδαπανήθη πᾶν τὸ ὑγρὸν ἐξ αὐτοῦ Gal.15.86, τὸ περιεχόμενον ἐν ταῖς σαρξὶν ὑγρὸν ἐκδαπανᾶσθαι προσήκει Gal.10.199, τὸ πνεῦμα ... ἐκδαπανηθὲν ἐν ταῖς προτέραις ἐπιδρομαῖς Longus 1.32.4, de una pers. διὰ τῶν ἰχώρων ἐκδαπανώμενον Gr.Nyss.Apoll.211.11, abs. (τὸ σῶμα) τοῦτο παθὸν καὶ ἐκδαπανηθέν Alex.Aphr.Pr.2.67 (p.76).
2 de un mineral desbastar τὸ ... γεῶδες διὰ τῆς ἀκόνης ἐκδαπανήσαντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.411.2.
3 gastar totalmente de recursos, dinero, etc. τὰς τῶν ἰδίων συμμάχων χορηγίας καὶ παρασκευάς Plb.21.10.9, τὰς προσόδους Plb.24.7.4, cf. 25.4.7, PBaden 19.19 (II d.C.), πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ Iren.Lugd.Haer.1.4.3, (τὸν βίον) εἰς χορηγίας καὶ τριηραρχίας ἐξεδαπάνησα Longus 4.35.3
•c. ac. int. πλέον ἐκδαπανῶν haciendo mayor gasto, AP 11.357 (Pall.)
•en v. pas. πάντων αὐτοῖς ἐκδαπανηθέντων D.C.74.12.3.
4 fig., c. ac. de abstr. acabar con, consumir τάς τε γὰρ προθυμίας εἰς τοὺς ὁμολογουμένως ἐχθροὺς ἐκδαπανήσαντες consumiendo sus energías en los enemigos reconocidos I.AI 15.117, cf. Lib.Decl.37.30, ἐκδαπανῆσαι τὸ ἀλλότριον eliminar lo ajeno Mac.Aeg.Serm.B 3.6.4
•de pers., en v. med.-pas. desgastarse, quedar exhausto ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν 2Ep.Cor.12.15.
German (Pape)
[Seite 756] verstärktes simplex, Pol. 21, 8, 9 u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδᾰπᾰνάω: расходовать до конца, растрачивать (χορηγίαι ἐκδεδαπανημέναι Polyb.): ἐκδαπανηθ ήεσθαι ὑπέρ τινος перен. NT отдавать себя целиком для кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδᾰπᾰνάω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ δαπανάω, Πολύβ. 21. 8, 9, κτλ.
English (Strong)
from ἐκ and δαπανάω; to expend (wholly), i.e. (figuratively) exhaust: spend.
English (Thayer)
(future ἐκδαπανήσω); 1future passive ἐκδαπαναθήσομαι; to exhaust by expending, to spend wholly, use up: τάς προσόδους, Polybius 25,8, 4. Passive reflexively, to spend oneself wholly: followed by ὑπέρ τίνος, of one who consumes strength and life in laboring for others' salvation, Kypke at the passage; (Sophocles' Lexicon, under the word).
Chinese
原文音譯:™kdapan£w 誒克-打爬那哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-耗費
字義溯源:消耗,耗盡,費力,費財;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δαπανάω)=消耗)組成;其中 (δαπανάω)出自(δαπάνη)=花費), (δαπάνη)出自(δαπάνη)X*=吞喫)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 費財(1) 林後12:15
French (New Testament)
dépenser complètement ; épuiser
[ἐξ, δαπανάω]