Anonymous

ἐνοφθαλμίζω: Difference between revisions

From LSJ
big3_15
(6_1)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνοφθαλμίζω''': [[ἐγκεντρίζω]], «μπολιάζω», [[δένδρον]] ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.
|lstext='''ἐνοφθαλμίζω''': [[ἐγκεντρίζω]], «μπολιάζω», [[δένδρον]] ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> agr. [[injertar]] ἐνοφθαλμίσαι [[δένδρον]] ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.<i>CP</i> 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς <i>ID</i> 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.<i>in Cra</i>.39, cf. Porph.<i>Gaur</i>.10.1, <i>Gp</i>.11.18.10<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer un injerto]], <i>Gp</i>.10.77.1.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá [[saltar a la vista]] ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι <i>PTeb</i>.725.8 (II a.C.).
}}
}}