ἐνοφθαλμίζω

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοφθαλμίζω Medium diacritics: ἐνοφθαλμίζω Low diacritics: ενοφθαλμίζω Capitals: ΕΝΟΦΘΑΛΜΙΖΩ
Transliteration A: enophthalmízō Transliteration B: enophthalmizō Transliteration C: enofthalmizo Beta Code: e)nofqalmi/zw

English (LSJ)

inoculate, bud, δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων Thphr. CP 5-5.4, cf. Gp.10.77.1:—Pass., Inscr.Délos 366B20, Procl. in Cra.p.39P.

Spanish (DGE)

1 agr. injertar ἐνοφθαλμίσαι δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.CP 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς ID 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.in Cra.39, cf. Porph.Gaur.10.1, Gp.11.18.10
abs. hacer un injerto, Gp.10.77.1.
2 intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá saltar a la vista ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι PTeb.725.8 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 851] inokuliren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοφθαλμίζω: ἐγκεντρίζω, «μπολιάζω», δένδρον ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.

Greek Monolingual

(AM ἐνοφθαλμίζω) οφθαλμός
(για δέντρα) μπολιάζω, εγκεντρίζω
νεοελλ.
εισάγω στον οργανισμό θεραπευτικό εμβόλιο.