Anonymous

κατέχω: Difference between revisions

From LSJ
eksahir
(SL_1)
(eksahir)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κατέχω]] (κατέχει, -έχοντι; -έχων: aor. -έσχεθε; -σχοῖσα: aor. med. pro [[pass]]., -[[σχόμενος]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[encompass]], [[surround]] met. ὁ δ' [[ὄλβιος]], ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (Π: -έχοντ codd.) (O. 7.10) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει [[παντᾷ]] [[φάτις]] (P. 1.96) ἦ τιν' ἄγλωσσον [[μέν]], [[ἦτορ]] δ ἄλκιμον, [[λάθα]] κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) (N. 8.24) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[restrain]] μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα [[ξίφος]] pr. having kept (N. 10.6) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[captivate]] ὁ δὲ (αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι [[κατασχόμενος]] i. e. by the strains of the [[lyre]] (P. 1.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> [[gain]] [[possession]] of καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. met., ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων (I. 6.71), [[but]] cf. Borthwick, C. Q., 1959, 23ff.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> frag. ]ραν κατεχε[ Θρ. 5a. 6.
|sltr=[[κατέχω]] (κατέχει, -έχοντι; -έχων: aor. -έσχεθε; -σχοῖσα: aor. med. pro [[pass]]., -[[σχόμενος]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[encompass]], [[surround]] met. ὁ δ' [[ὄλβιος]], ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (Π: -έχοντ codd.) (O. 7.10) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει [[παντᾷ]] [[φάτις]] (P. 1.96) ἦ τιν' ἄγλωσσον [[μέν]], [[ἦτορ]] δ ἄλκιμον, [[λάθα]] κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) (N. 8.24) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[restrain]] μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα [[ξίφος]] pr. having kept (N. 10.6) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[captivate]] ὁ δὲ (αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι [[κατασχόμενος]] i. e. by the strains of the [[lyre]] (P. 1.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> [[gain]] [[possession]] of καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. met., ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων (I. 6.71), [[but]] cf. Borthwick, C. Q., 1959, 23ff.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> frag. ]ραν κατεχε[ Θρ. 5a. 6.
}}
{{eles
|esgtx=[[sujetar]], [[sostener]], [[gobernar]], [[dominar]], [[controlar]]
}}
}}