Anonymous

ψιττάκη: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_12)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιττάκη''': ἴδε ἐν λέξ. [[ψιττακός]].
|lstext='''ψιττάκη''': ἴδε ἐν λέξ. [[ψιττακός]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σιτάκη]] και [[σιττάκη]], ἡ, Α<br />[[ψιττακός]], [[παπαγάλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ψιττάκη]] / [[σιττάκη]], όπως και το αρσ. [[ψιττακός]] / [[σιττακός]], [[είναι]] [[δάνειο]] ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, [[κατά]] πολλούς, και η [[καταγωγή]] του πουλιού. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το αρχ. ινδ. <i>šuka</i>- «[[παπαγάλος]]» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}