3,270,341
edits
(6_12) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψιττάκη''': ἴδε ἐν λέξ. [[ψιττακός]]. | |lstext='''ψιττάκη''': ἴδε ἐν λέξ. [[ψιττακός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σιτάκη]] και [[σιττάκη]], ἡ, Α<br />[[ψιττακός]], [[παπαγάλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ψιττάκη]] / [[σιττάκη]], όπως και το αρσ. [[ψιττακός]] / [[σιττακός]], [[είναι]] [[δάνειο]] ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, [[κατά]] πολλούς, και η [[καταγωγή]] του πουλιού. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το αρχ. ινδ. <i>šuka</i>- «[[παπαγάλος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | }} |