ψιττάκη

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιττάκη Medium diacritics: ψιττάκη Low diacritics: ψιττάκη Capitals: ΨΙΤΤΑΚΗ
Transliteration A: psittákē Transliteration B: psittakē Transliteration C: psittaki Beta Code: yitta/kh

English (LSJ)

ἡ, v. ψιττακός.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.

Russian (Dvoretsky)

ψιττάκη: (ᾰ) ἡ Arst. = ψιττακός.

Greek (Liddell-Scott)

ψιττάκη: ἴδε ἐν λέξ. ψιττακός.

Greek Monolingual

και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α
ψιττακός, παπαγάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή του πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το αρχ. ινδ. šuka- «παπαγάλος» δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymology German

ψιττάκη: {psittákē}
Forms: ψιττακός (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 150) m. (Kall., Plu., D.S. usw.), auch σιττακός (Phld., Arr.; -άκη Arist. v.l.), βίττακος (s.d.), σίττας· ὄρνις ποιός. ἔνιοι δὲ τὸν ψιττακὸν λέγουσιν H.
Grammar: f. (Arist.),
Meaning: Papagei;
Etymology: Fremdwort orient. Ursprungs, letzten Endes wohl zu aind. śúka- m. Papagei, s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 152 f. Lat. LW psittacus > nhd. Sittich.
Page 2,1139