3,274,159
edits
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte faussement le titre de.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἐπιγράφω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte faussement le titre de.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἐπιγράφω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ψευδεπίγραφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κείμενα]]) αυτός που [[ψευδώς]] αποδίδεται σε έναν συγγραφέα, που θεωρείται [[έργο]] του [[χωρίς]] να [[είναι]], [[νόθος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ψευδεπίγραφα</i><br /><b>εκκλ.</b> (στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) βιβλία που έχουν συνταχθεί [[κατά]] [[απομίμηση]] τών κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής και έχουν αποκλειστεί από τον εκκλησιαστικό κανόνα, αλλ. απόκρυφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που φέρει ψευδή [[επιγραφή]] ή τίτλο<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιφανειακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψευδεπιγράφως</i> Ν<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) με ψευδεπίγραφο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[επίγραφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[επιγράφω]])]. | |||
}} | }} |