Anonymous

ψιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_20)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιαίνω''': παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.
|lstext='''ψιαίνω''': παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ψίω, [[ψιάζω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[άλλο]] τ. του ρ. [[ψιάζω]].
}}
}}