ψιαίνω
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
English (LSJ)
aor. inf. ψιῆναι· ψίξαι, Hsch., Suid. (ψέξαι codd.); cf. σιαίνω.
German (Pape)
[Seite 1399] = ψίω, ψιάζω, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ψιαίνω: παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. του ρ. ψιάζω.